- εἰνάνυχες
- εἰνάνυχεςnine nights longindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εινάνυχες — εἰνάνυχες (Α) επίρρ. επί εννιά νύχτες … Dictionary of Greek
εννέα — και εννιά (AM ἐννέα) άκλ. (απόλ. αριθμτ.) δηλώνει ποσότητα 9 μονάδων νεοελλ. 1. (για χρονολογίες και ημερομηνίες) αντί για το ένατος 2. ως ουσ. το εννέα α) το αριθμητικό σύμβολο τού αριθμού εννέα β) αντικείμενο που έχει την ένατη σειρά ανάμεσα σε … Dictionary of Greek
νύχος — νύχος, τὸ (ΑΜ) νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Σιγμόληκτο ουδ. σε ος (πρβλ. εινάνυχες) < θ. νυχ τού νύξ, νυκτός, με δασύ σύμφωνο (βλ. λ. νύχτα)] … Dictionary of Greek
nekʷ-(t-), nokʷ-t-s — nekʷ (t ), nokʷ t s English meaning: night Deutsche Übersetzung: “Nacht” Grammatical information: stem nokʷt f. (originally neutr.??), nokʷti , nokʷtu f., nokʷt(e)r n. Note: about Ablautformen see under Root nekʷ (t ), nokʷ t… … Proto-Indo-European etymological dictionary